- τριχρωματοψία
- η, Νφυσιολ. η ικανότητα τού φυσιολογικού οφθαλμού να διακρίνει όλες τις αποχρώσεις που παράγονται από συνδυασμούς τών τριών βασικών χρωμάτων τού φάσματος, δηλαδή τού ερυθρού, τού πράσινου και τού κυανού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριχρωματισμός — ο, Ν ιατρ. όρος συνώνυμος, παλαιότερα, με την τριχρωματοψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trichromatism < trichromatic (πρβλ. τριχρωματικός) + ism (πρβλ. κατάλ. ισμός*)] … Dictionary of Greek